- ἔτυψε
- τύφωraise a smokeaor ind act 3rd sgτύπτωbeataor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔτυψ' — ἔτυψα , τύφω raise a smoke aor ind act 1st sg ἔτυψε , τύφω raise a smoke aor ind act 3rd sg ἔτυψα , τύπτω beat aor ind act 1st sg ἔτυψε , τύπτω beat aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… … Dictionary of Greek